- Άπρακτος
- Άπρακτος ηАпракос – Евангелие и Апостол, расположенные по порядку дневных чтений на богослужении, начиная с недели ПасхиЭтим.< дргр. πράσσω «делать, совершать»
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
άπρακτος — άπρακτος, η, ο και άπραχτος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έπραξε, δεν κατάφερε κάτι: Πήγε και φρόντισε, αλλά γύρισε άπρακτος. 2. αυτός που δεν πράχτηκε, δεν έγινε: Τελικά το έγκλημα είχε μείνει άπραχτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄπρακτος — ἄπρᾱκτος , ἄπρακτος unavailing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπρακτος — βλ. άπραχτος … Dictionary of Greek
ἀπρήκτως — ἄπρακτος unavailing adverbial (epic ionic) ἄπρακτος unavailing masc/fem acc pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπρηκτον — ἄπρακτος unavailing masc/fem acc sg (epic ionic) ἄπρακτος unavailing neut nom/voc/acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρήκτοιο — ἄπρακτος unavailing masc/fem/neut gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρήκτοις — ἄπρακτος unavailing masc/fem/neut dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρήκτοισι — ἄπρακτος unavailing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρήκτοισιν — ἄπρακτος unavailing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρήκτου — ἄπρακτος unavailing masc/fem/neut gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρήκτους — ἄπρακτος unavailing masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)